Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτῆς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
(Λουκ. η', 40-56)
H πίστη δεν είναι κάτι το στατικό, αλλά βλασταίνει σιωπηλά και έχει όλα τα περιθώρια ν' αύξηθεί και να ωρίμασει, μέχρι να εξελιχθεί από απλή τυπική κατάσταση, σε ουσιαστική σχέση αγάπης και αύτοπροσφοράς. Σε τούτη την ευαγγελική περικοπή μπορούμε να δούμε στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών των γεγονότων τις βαθμίδες της πίστεως.
Ο Αρχισυνάγωγος πλησιάζει τον Χριστό και του ζητάει να επισκεφθεί το σπίτι του, για να θεραπεύσει την ετοιμοθάνατη κόρη του. Δεν έχει τον βαθμό της πίστεως του έκατοντάρχου, ο οποίος απλώς του ζητεί να πει λόγο, με τη βεβαιότητα ότι θα γιατρυτεί και από μακριά ο παις του. Ωστόσο, ενώ ό Κύριος εγκωμιάζει την ισχυρή και μεγάλη πίστη, εν τούτοις και τη μικρή και ασθενική δεν την απορρίπτει. Την ενισχύει μάλιστα, όταν μεγαλύτερες θλίψεις και δυσκολίες έρχονται να την απειλήσουν με αφανισμό: «Μη φοβού μόνον πίστευε και σωθήσεται».
Ή αίμορροούσα διαθέτει άλλη, μεγάλη πίστη! Πιστεύει ότι και ένα σιωπηλό άγγιγμα των ιματίων αρκεί για το θαύμα: «Ήψατό μου τις», λέγει ό Χριστός, απευθυνόμενος σ' ένα αμέτρητο πλήθος που όχι απλά τον άγγιζε, αλλά κυριολεκτικά τον συνέθλιβε. Ο Χριστός επιβραβεύει μια τέτοια πίστη, η οποία πηγάζει από μία καρδιά καιομένη, που ξέρει ν' αγγίζει όχι με καταφρόνηση, περιέργεια ή αδιαφορία, άλλα με αγάπη.
Ριζικά διαφορετικοί, άπιστοι, στέκονται οι πενθηφορούντες στο σπίτι του Ιαείρου, πλάϊ στο άψυχο σώμα του μικρού κοριτσιού. Δεν περιμένουν από τον Χριστό τίποτε! Μάλιστα Τον χλευάζουν, όταν τους λέγει ότι «ούκ απέθανε, αλλά καθεύδει». «Είδότες»! «Γνωρίζοντες»! Η «άντικειμενική γνώση», πού ενισχύει το αίσθημα της αυτάρκειας και κάνει σταθερότερη την επικράτεια του θανάτου από την ανάσταση και τη ζωή!
Η αναστάσιμη όσο και συγκλονιστική απάντηση του Χριστού θυμίζει ότι ό Θεός της Εκκλησίας γνωρίζεται με τον δρόμο της πίστης. Είναι άφυπνιστικό το μήνυμα για όλους εμάς, οι οποίοι, έχοντας διαταραγμένη τη σχέση μας με τον Θεό, προσπαθούμε να υποκαταστήσουμε την πραγματικότητα της ζωής με τα επιχειρήματα της σκέψης...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου