Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο

1
Αφιερωμένο σε σένα που διαβάζεις τώρα αυτές τις γραμμές...




«Είπε ότι θα χόρευε μαζί μου, αν της έφερνα κόκκινα τριαντάφυλλα», φώναξε ο νεαρός φοιτητής, «αλλά σε ολόκληρο τον κήπο μου δεν υπάρχει ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο!».

Από την φωλιά του στη βαλανιδιά, το αηδόνι τον άκουσε, κοίταξε μέσα από τις φυλλωσιές και απόρησε.

«Ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο σε ολόκληρο τον κήπο μου!» φώναξε ο νέος, και τα όμορφα μάτια του γέμισαν δάκρυα. «Αχ! από τι τιποτένια βάσανα εξαρτάται η ευτυχία! Έχω διαβάσει όλα όσα έχουν γράψει οι σοφοί, και όλα τα μυστικά της φιλοσοφίας τα κατέχω, και όμως, για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο καταστρέφεται η ζωή μου!»
  

«Επιτέλους, να ένας αληθινά ερωτευμένος», είπε το αηδόνι. «Κάθε νύχτα γι' αυτόν τραγουδούσα κι ας μην τον γνώριζα: κάθε νύχτα έλεγα την ιστορία του στα αστέρια και τώρα τον βλέπω. Τα μάτια του είναι σκοτεινά σαν το μπουμπούκι του υάκινθου και τα χείλη του κόκκινα σαν το τριαντάφυλλο που ποθεί, αλλά το πάθος του έκανε το πρόσωπό του χλωμό σαν φιλντίσι και η θλίψη άφησε την σφραγίδα της στο μέτωπό του...»

«Ο πρίγκηπας δίνει χορό αύριο βράδυ», ψιθύρισε ο νεαρός φοιτητής, «και η αγάπη μου είναι καλεσμένη. Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, θα χορέψει μαζί μου ως τα χαράματα. Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα την κρατήσω στην αγκαλιά μου και θα ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο μου και θα σφίγγω το χέρι της μέσα στο δικό μου. Αλλά δεν υπάρχει κόκκινο τριαντάφυλλο στον κήπο μου, θα καθίσω λοιπόν εδώ μονάχος και εκείνη θα με προσπεράσει. Δεν θα μου δώσει σημασία και η καρδιά μου θα ραγίσει...»

«Πράγματι, να ένας αληθινά ερωτευμένος», είπε το αηδόνι. «Αυτά που τραγουδάω, εκείνος τα υποφέρει, αυτό που για μένα είναι χαρά, για εκείνον είναι πόνος. Σίγουρα, ο έρωτας είναι υπέροχο πράγμα. Είναι πιο πολύτιμος κι από τα σμαράγδια και πιο ακριβός από λεπτό οπάλι. Τα μαργαριτάρια και τα ρόδια δεν μπορούν να τον αγοράσουν, ούτε τον πουλάνε στην αγορά. Δεν μπορούν να τον αγοράσουν οι έμποροι, ούτε μπορεί να ζυγιστεί στην ζυγαριά με χρυσάφι!»

«Γιατί κλαίει;» ρώτησε μια μικρή πράσινη σαύρα, καθώς περνούσε τρέχοντας δίπλα του με την ουρά της στον αέρα.

«Γιατί αλήθεια;» είπε μια πεταλούδα που πετούσε πέρα δώθε, κυνηγώντας μια ηλιαχτίδα. 

«Γιατί αλήθεια;» ψιθύρισε μια μαργαρίτα στον γείτονά της, με απαλή, χαμηλή φωνή. 

«Κλαίει για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο», είπε το αηδόνι.

«Για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο;» φώναξαν. «Tι γελοίο!» Kι η μικρή σαύρα, που ήταν κάπως κυνική, γέλασε απροκάλυπτα.

Το αηδόνι, όμως, καταλάβαινε το μυστικό της θλίψης του φοιτητή και καθόταν σιωπηλό στη βαλανιδιά και σκεφτόταν το μυστήριο του έρωτα. Ξαφνικά, άπλωσε τα καφετιά φτερά του και υψώθηκε στον αέρα. Πέρασε μέσα από το δασάκι σαν σκιά και σαν σκιά διέσχισε τον κήπο. Καταμεσής στο χορτάρι είδε μια όμορφη τριανταφυλλιά, πέταξε κατά κει και προσγειώθηκε σε ένα κλαράκι της.
 
«Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι!»
 
Η τριανταφυλλιά όμως κούνησε το κεφάλι της.
 
«Τα τριαντάφυλλά μου είναι άσπρα». απάντησε. «;Aσπρα σαν τον αφρό της θάλασσας και πιο άσπρα από το χιόνι στα βουνά. Πήγαινε, όμως, στην αδελφή μου, που τρυπώνει γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι. και ίσως να σου δώσει αυτό που γυρεύεις...»

Έτσι, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά που φύτρωνε γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι. 

«Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο», φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι!»

 Η τριανταφυλλιά όμως κούνησε το κεφάλι της.

«Τα τριαντάφυλλά μου είναι κίτρινα», είπε, «κίτρινα σαν τα μαλλιά της σειρήνας που κάθεται σε θρόνο κεχριμπαρένιο, και πιο κίτρινα από τη μαργαρίτα που ανθίζει στον αγρό, πριν έρθει ο θεριστής με το δρεπάνι του. Πήγαινε, όμως, στην αδερφή μου, που φυτρώνει κάτω από το παράθυρο του φοιτητή και ίσως να σου δώσει αυτό που γυρεύεις...»

Έτσι, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά που φύτρωνε κάτω από το παράθυρο του φοιτητή. 

«Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο», φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι!» Η τριανταφυλλιά, όμως, κούνησε το κεφάλι της.

«Τα τριαντάφυλλά μου είναι κόκκινα» είπε, «κόκκινα σαν τα πόδια του περιστεριού και πιο κόκκινα από τα μεγάλα κοράλλια που κυματίζουν στη σπηλιά του ωκεανού. Ο χειμώνας, όμως, πάγωσε τις φλέβες μου κι η παγωνιά έκαψε τα μπουμπούκια μου, η καταιγίδα έσπασε τα κλαδιά μου και δεν θα κάνω καθόλου τριαντάφυλλα όλο το χρόνο φέτος...»

«Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο γυρεύω όλο κι όλο!» φώναξε το αηδόνι. «Ένα μονάχα κόκκινο τριαντάφυλλο! Δεν υπάρχει τρόπος να το βρω;»

«Υπάρχει ένας τρόπος», απάντησε η τριανταφυλλιά, «αλλά είναι τόσο τρομερός, που δεν τολμώ να σου τον πω!»

«Πες τον μου», είπε το αηδόνι! «Δεν φοβάμαι!»

«Αν θέλεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο», είπε η τριανταφυλλιά, «πρέπει να το πλάσεις με τη μουσική του φεγγαρόφωτου και να το βάψεις με το αίμα της καρδιάς σου. Πρέπει να μου τραγουδήσεις με ένα αγκάθι καρφωμένο στο στήθος σου. Όλη τη νύχτα πρέπει να μου τραγουδάς, και το αγκάθι πρέπει να τρυπήσει την καρδιά σου, και το αίμα της ζωής σου πρέπει να κυλήσει στις φλέβες μου και να γίνει δικό μου!»

«Ο θάνατος είναι μεγάλο τίμημα για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο», είπε το αηδόνι, «και η ζωή είναι πολύ αγαπητή σε όλους. Είναι ευχάριστο να κάθεσαι στο πράσινο δάσος και να κοιτάζεις τον ήλιο στο χρυσό του άρμα και την σελήνη στο μαργαριταρένιο της άρμα. Γλυκό είναι το άρωμα της τρικοκκιάς, γλυκές είναι και οι καμπανούλες που κρύβονται στην κοιλάδα και το ρείκι που φυτρώνει στον λόφο. Ωστόσο, ο Έρωτας είναι προτιμότερος από τη Ζωή και τι 'ναι η καρδιά ενός πουλιού, μπροστά στην καρδιά ενός ανθρώπου;»

Άπλωσε, λοιπόν, τα καφετιά φτερά του για να πετάξει, και όρμησε στον αέρα. Πέρασε πάνω απ' τον κήπο σαν σκιά, και σαν σκιά πέρασε το δασάκι.

Ο νεαρός φοιτητής ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο χορτάρι, στο ίδιο μέρος που τον είχε αφήσει, και τα δάκρυα δεν είχαν στεγνώσει ακόμα στα όμορφα μάτια του.

«Θα γίνεις ευτυχισμένος», φώναξε το αηδόνι. «Θα γίνεις ευτυχισμένος, θα το έχεις το κόκκινο τριαντάφυλλό σου. Θα το πλάσω με τη μουσική του φεγγαρόφωτου και θα το βάψω με το αίμα της καρδιάς μου! Το μόνο που σου ζητώ για αντάλλαγμα είναι να είσαι αληθινός εραστής, γιατί ο έρωτας είναι πιο σοφός από την φιλοσοφία, και ας είναι γνωστική, και πιο ισχυρός από την εξουσία, και ας είναι δυνατή. Στο χρώμα της φωτιάς είναι τα φτερά του, στο χρώμα της φωτιάς είναι και το κορμί του. Τα χείλη του είναι γλυκά σαν μέλι και η ανάσα του σαν το λιβάνι...»

Ο φοιτητής σήκωσε τα μάτια και αφουγκράστηκε, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε το αηδόνι, γιατί ήξερε μόνο τα πράγματα που είναι γραμμένα στα βιβλία. 

Η βελανιδιά, όμως, κατάλαβε και ένιωσε θλίψη, γιατί αγαπούσε πολύ το μικρό αηδόνι, που είχε χτίσει τη φωλιά του στα κλαδιά της...

«Τραγούδησέ μου ένα τελευταίο τραγούδι», ψιθύρισε... «Θα νιώθω μοναξιά όταν θα φύγεις...»

Έτσι, το αηδόνι τραγούδησε για τη βελανιδιά, κι η φωνή του ήταν σαν νερό που ρέει κελαρυστό από ασημένιο κανάτι. Όταν τέλειωσε το τραγούδι του, ο φοιτητής σηκώθηκε κι έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι από την τσέπη του. 

«Έχει στιλ», σκέφτηκε για το αηδόνι, καθώς απομακρυνόταν από το δασάκι. «Αυτό δεν μπορούμε να του το αρνηθούμε, έχει, όμως, άραγε και αίσθημα; Φοβάμαι πως όχι. Στην πραγματικότητα, είναι σαν τους περισσότερους καλλιτέχνες, όλο ύφος, μα καθόλου ειλικρίνεια. Δεν θα θυσιαζόταν για τους άλλους. Μόνο τη μουσική σκέφτεται, κι όλοι ξέρουν πως οι τέχνες είναι εγωιστικές. Ωστόσο, πρέπει να το παραδεχτούμε ότι υπάρχουν μερικές όμορφες νότες στο τραγούδι του. Τι κρίμα που δεν σημαίνουν τίποτα και δεν έχουν κανένα πρακτικό όφελος!» Και πήγε στο δωμάτιό του, ξάπλωσε στο ξυλοκρέβατό του, άρχισε να σκέφτεται την αγάπη του, και σε λίγο αποκοιμήθηκε. 

Κι όταν το φεγγάρι έλαμψε στον ουρανό, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά και ακούμπησε το στήθος του στο αγκάθι. Όλη νύχτα τραγουδούσε με το στήθος του πάνω στο αγκάθι, και το παγερό κρυστάλλινο φεγγάρι έσκυψε κι άκουγε. Όλη νύχτα τραγουδούσε, και το αγκάθι έμπαινε ολοένα και πιο βαθιά στο στήθος του, και το αίμα της ζωής του άδειαζε από μέσα του...

Τραγούδησε πρώτα για τη γέννηση του έρωτα στην καρδιά ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Και στο πιο ψηλό κλωνί της τριανταφυλλιάς άνθισε ένα υπέροχο τριαντάφυλλο, το ένα πέταλο μετά το άλλο, καθώς το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο. Ωχρό ήταν στην αρχή, σαν την ομίχλη που πλανιέται πάνω από το ποτάμι, ωχρό σαν τα πόδια του πρωϊνού και ασημένιο σαν τις φτερούγες της αυγής. Σαν την σκιά ενός τριαντάφυλλου σε έναν ασημένιο καθρέφτη, σαν την σκιά ενός τριαντάφυλλου σε μια λιμνούλα, έτσι ήταν και το τριαντάφυλλο που άνθισε στο πιο ψηλό κλωνί της τριανταφυλλιάς. Αλλά η τριανταφυλλιά φώναξε στο αηδόνι να πιέσει κι άλλο το αγκάθι. 

«Πίεσέ το κι άλλο, μικρό αηδονάκι», «αλλιώς θα ξημερώσει πριν τελειώσει το τριαντάφυλλο!»

Τότε το αηδόνι πίεσε κι άλλο το αγκάθι, και ολοένα και πιο δυνατό γινόταν το τραγούδι του, γιατί τραγουδούσε για τη γέννηση του πάθους στην ψυχή ενός άντρα και μιας κόρης.
 
Κι ένα απαλό ρόδισμα έβαψε τα φύλλα του τριαντάφυλλου, σαν το ρόδισμα στο πρόσωπο του γαμπρού, όταν φιλάει τα χείλη της νύφης. Μα το αγκάθι δεν είχε φτάσει ακόμα στην καρδιά του κι έτσι η καρδιά του τριαντάφυλλου έμεινε λευκή, γιατί μόνο το αίμα της καρδιάς ενός αηδονιού μπορεί να βάψει κόκκινη την καρδιά ενός τριαντάφυλλου. Και η τριανταφυλλιά φώναξε στο αηδόνι να πιέσει κι άλλο το αγκάθι. 

«Πίεσέ το κι άλλο, μικρό αηδονάκι», «αλλιώς θα ξημερώσει πριν τελειώσει το τριαντάφυλλο!»

Το αηδόνι τότε πίεσε κι άλλο το αγκάθι, και το αγκάθι άγγιξε την καρδιά του, κι ένα άγριο σκίρτημα πόνου το διαπέρασε. Πικρός, πικρός ήταν ο πόνος, και παράφορο, όλο και πιο παράφορο γινόταν το τραγούδι του, γιατί τραγουδούσε για τον έρωτα που γίνεται τέλειος με το θάνατο, για τον έρωτα που δεν πεθαίνει στον τάφο...

Και το υπέροχο τριαντάφυλλο έγινε κόκκινο, σαν το τριαντάφυλλο του ουρανού της ανατολής. Κόκκινα ήταν τα πέταλα και κόκκινη σαν ρουμπίνι η καρδιά του. Αλλά η φωνή του αηδονιού έσβηνε και χανόταν, και οι μικρές του φτερούγες άρχισαν να χτυπούν, κι ένα πέπλο σκέπασε τα μάτια του. Όλο κι έσβηνε το τραγούδι του κι ένιωθε κάτι να το πνίγει στον λαιμό του...

Κι έπειτα ξέσπασε σ' ένα τελευταίο τραγούδι! Το λευκό φεγγάρι το άκουσε, ξέχασε το χάραμα και ξέμεινε στον ουρανό. Το κόκκινο τριαντάφυλλο το άκουσε και άρχισε να τρέμει ολόκληρο από την έκσταση και άνοιξε τα πέταλά του στον ψυχρό πρωϊνό ουρανό. Η ηχώ το μετέφερε στη μαβιά σπηλιά της στους λόφους, και ξύπνησε τους κοιμισμένους βοσκούς από τα όνειρά τους. Μέσα από τις καλαμιές του ποταμού πέρασε, κι αυτές μετέφεραν στη θάλασσα το μήνυμά του. 

«Κοίτα, κοίτα!» φώναξε η τριανταφυλλιά. «Το τριαντάφυλλο τέλειωσε τώρα!» Μα το αηδόνι δεν απάντησε, γιατί κείτονταν νεκρό στο χορτάρι, με το αγκάθι στην καρδιά του...

Το μεσημέρι ο φοιτητής άνοιξε το παράθυρό του και κοίταξε έξω.

«Μπα, τι φοβερή τύχη!» φώναξε, «να ένα κόκκινο τριαντάφυλλο! Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοιο τριαντάφυλλο σε όλη μου την ζωή! Είναι τόσο όμορφο, που είμαι σίγουρος ότι έχει μια πολύπλοκη λατινική ονομασία
Κι έσκυψε και το έκοψε. Ύστερα φόρεσε το καπέλο του και πήγε τρέχοντας στο σπίτι του καθηγητή, με το τριαντάφυλλο στο χέρι.

Η κόρη του καθηγητή καθόταν στην πόρτα και τύλιγε γαλάζια μεταξωτή κλωστή σε μια κουβαρίστρα με το σκυλάκι ξαπλωμένο στα πόδια της.

«Είπες ότι θα χόρευες μαζί μου, αν σου έφερνα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο», φώναξε ο φοιτητής. «Να το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο σε ολόκληρο τον κόσμο! Θα το βάλεις απόψε στην καρδιά σου και καθώς θα χορεύουμε μαζί, θα σου πω πόσο σε αγαπώ!»

Η κοπέλα, όμως, έσμιξε τα φρύδια. 

«Φοβάμαι ότι δεν θα ταιριάζει με το φόρεμά μου», απάντησε. «Κι εξάλλου, ο ανιψιός του αρχιθαλαμηπόλου μού έστειλε μερικά αληθινά κοσμήματα, κι όλοι ξέρουν πως τα κοσμήματα στοιχίζουν πολύ πιο ακριβά από τα λουλούδια!»

«Λοιπόν, μα την πίστη μου, είσαι πολύ αχάριστη», είπε ο φοιτητής θυμωμένα, και πέταξε το τριαντάφυλλο που έπεσε στο χαντάκι, και η ρόδα ενός αμαξιού πέρασε από πάνω του.

«Αχάριστη;» είπε η κοπέλα. «Για να σου πω! Είσαι πολύ αγενής! Και στο κάτω κάτω, ποιος είσαι εσύ; Ένας φοιτητής! Ε λοιπόν, πιστεύω ότι δεν έχεις καν ασημένιες αγκράφες στα παπούτσια σου, σαν τον ανιψιό του αρχιθαλαμηπόλου!» Και σηκώθηκε από την καρέκλα και μπήκε στο σπίτι της.

«Τι ανόητο πράγμα που είναι ο έρωτας!» είπε ο φοιτητής, καθώς απομακρυνόταν. «Δεν είναι καθόλου χρήσιμο σαν την λογική, γιατί δεν αποδεικνύει τίποτα, και πάντα μιλάει για πράγματα που δεν πρόκειται να γίνουν, και σε κάνει να πιστεύεις πράγματα που δεν είναι αληθινά. Δεν είναι καθόλου πρακτική υπόθεση, και καθώς στην εποχή μας το να είσαι πρακτικός είναι το παν, θα ξαναγυρίσω στη φιλοσοφία και θα μελετήσω μεταφυσική!»

Γύρισε λοιπόν στο δωμάτιό του, έβγαλε ένα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο, και άρχισε να διαβάζει...

Όσκαρ Ουάιλντ






1 σχόλιο :